- καρτερόψυχος
- -η, -οεπίρρ. -α μεγαλόψυχος, γενναιόψυχος: Κανένας δεν αρνείται ότι είναι καρτερόψυχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρτερόψυχος — η, ο (Μ καρτερόψυχος, ον) αυτός που έχει γενναία ψυχή, ο γενναιόψυχος, ο ανδρείος. επίρρ... καρτεροψύχως με γενναιοψυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρτερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, σκληρό ψυχος] … Dictionary of Greek
терпеливодушный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. (καρτερόψυχος) терпеливый, великодушный (Пост.… … Словарь церковнославянского языка
αταλάφρων — ἀταλάφρων, ον (Α) (για παιδιά) τρυφερός, ευαίσθητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αταλάφρων θεωρήθηκε ότι προήλθε από τη φρ. «αταλά φρονέων», με α συνθετικό το επίθ. αταλός* στην αιτ. πληθ. του ουδετέρου. Υποστηρίχθηκε όμως και η αντίθετη άποψη, σύμφωνα με την… … Dictionary of Greek
καρτεροψυχία — η (Α καρτεροψυχία) [καρτερόψυχος] η γενναιότητα, η ευψυχία … Dictionary of Greek
κρατερόψυχος — και καρτερόψυχος, η, ο γενναιόψυχος, ανδρείος, ατρόμητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. γενναιό ψυχος, μεγαλό ψυχος] … Dictionary of Greek
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
ταλασίφρων — ονος, ὁ, ἡ, Α 1. ο ταλάφρων* («ὑπό κεν ταλασίφρονά περ δέος εἷλεν», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος, γενναιόψυχος («Ὀδυσσῆος ταλασίφρονος ἵστατο πολλά», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ταλάφρων] … Dictionary of Greek
τλήθυμος — και δωρ. τ. τλάθυμος, ον, Α 1. καρτερόψυχος, υπομονητικός 2. ισχυρός, δυνατός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τλη /τλᾱ , που ανάγεται στη δισύλλαβη ρίζα τελᾱ τού επιθ. τάλας (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, βλ. λ. τάλας) + θυμός (πρβλ.… … Dictionary of Greek
τλήμων — και δωρ. τ. τλάμων, ον, Α 1. αυτός που υποφέρει, που πάσχει 2. συνεκδ. υπομονητικός, καρτερόψυχος («οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμεινε», Πίνδ.) 3. τολμηρός, θαρραλέος («ὧδέ τε θαρσαλέοι και τλήμονες», Ομ. Ιλ.) 4. (με κακή σημ.)… … Dictionary of Greek